Pages


Outline

Το εργαστήριο επιχειρεί να διερευνήσει τους νέους τρόπους και τις νέες δυνατότητες που προσφέρουν τα ψηφιακά μέσα και γενικότερα οι πρόσφατες τεχνολογίες της πληροφορίας και της επικοινωνίας στη σύλληψη, στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξη νεωτερικών, καινοτόμων και -ενδεχομένως- εξαιρετικά ριζοσπαστικών αρχιτεκτονικών προτάσεων. Οι νέες τεχνολογίες χρησιμοποιούνται στην διαμόρφωση ενός προσωπικού και εκτεταμένου περιβάλλοντος υποστήριξης της σχεδιαστικής δραστηριότητας, η οποία αντιμετωπίζεται ως μια συνεχής διαδικασία διάδρασης και εξέλιξης.



Συγγράμματα

Σ. Βεργόπουλος, Α. Καλφόπουλος (επιμ.): 'Αρχιτεκτονικός Σχεδιασμός και Ψηφιακές Τεχνολογίες 2', Αθήνα, Εκκρεμές, 2007. 

Σ. Παπαδημητρίου (επιμ.): 'Ψηφιακές Τοπογραφίες', Αθήνα, Futura, 2005.

 
Διδακτική Ομάδα

■ Σταύρος Βεργόπουλος 
■ Δημήτρης Γουρδούκης
■ Απόστολος Καλφόπουλος
■ Σπύρος Παπαδημητρίου
■ Αναστάσιος Τέλλιος 

 
Μεθοδολογία Σχεδιασμού

Η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στο σχεδιασμό οδηγεί στην αναθεώρηση παγιωμένων αντιλήψεων σχετικά με το τι είναι ο σχεδιασμός και το πως πραγματώνεται. Ο σχεδιασμός δεν αντιμετωπίζεται πλέον ως μια γραμμική διαδικασία με άμεση σχέση ανάμεσα στην αρχή και το αποτέλεσμα. Η εξέλιξη κατά το σχεδιασμό δεν βασίζεται σε κύριες και δευτερεύουσες ρυθμίσεις που επιφέρουν αυστηρές ιεραρχήσεις. Η γνώση δεν είναι απόλυτη και αντικειμενική και δεν υπάρχουν δογματικές και καθολικές συγκροτήσεις.

Η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών αναγνωρίζει ότι ο σχεδιασμός είναι μια δυναμική διαδικασία δράσης και ανάδρασης όπου τοπικές διευθετήσεις και παρεμβάσεις ανασκευάζουν το σύνολο μιας πρότασης. Η γνώση και η πληροφορία προκύπτει μέσα από την ίδια την ενασχόληση με τα ζητούμενα και είναι στενά συνδεδεμένη με αυτά. Το πρωτοποριακό και καινοτόμο μπορεί να προκύψει από αστάθμητους παράγοντες, απρόβλεπτους χειρισμούς και συνεχείς πειραματισμούς. 

Οι παραπάνω μετατοπίσεις υποδεικνύουν την ανάγκη διερεύνησης των συστατικών του σχεδιασμού, του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται, και της διδασκαλίας του. Σε μια προσπάθεια αναζήτησης νέων μεθοδολογιών σχεδιασμού που να υποστηρίζουν και να αναπτύσσουν αυτές τις εκτιμήσεις, το μάθημα XXL προσεγγίσει το σχεδιασμό με ανατρεπτική διάθεση ακολουθώντας μια πειραματική προσέγγιση.

Ιδιαίτερα σημαντική για την παραπάνω προσέγγιση είναι η έννοια της ‘αντιστοίχησης’ (mapping). Σύμφωνα με αυτή η κατανόηση ενός φαινομένου ή της συμπεριφοράς ενός συστήματος μπορεί να βοηθηθεί από την μελέτη ενός άλλου συστήματος, σε ένα διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς, στο οποίο όμως συγκεκριμένα στοιχεία και οι σχέσεις ανάμεσα τους τίθενται σε άμεση αντιστοίχηση με το αρχικό προς μελέτη σύστημα. Μέσω δηλαδή της προσομοίωσης, η μελέτη της συμπεριφοράς του συστήματος αναφοράς δίνει πολύτιμα συμπεράσματα για την συμπεριφορά του αρχικού συστήματος.

Πηγή έμπνευσης για την παραπάνω προσέγγιση αποτελεί το περίφημο μοντέλο του Gaudi, γνωστό και ως ‘The Hanging Model’, με τη χρήση του οποίου το ιδανικότερο σχήμα των αψίδων ενός ναού προκύπτει από το σχήμα που παίρνουν νήματα όταν αναρτώνται από αυτά βαρίδια με βάρος αντίστοιχο με τα φορτία τα οποία φέρουν οι αψίδες. 
(http://en.wikipedia.org/wiki/File:Maqueta_funicular.jpg)

Το μάθημα εξελίσσεται με την κατανομή της διαδικασίας σε διαφορετικές φάσεις σε κάθε μια από τις οποίες ασχολείται με ένα τμήμα της. Η κατανομή αυτή γίνεται καθαρά για εκπαιδευτικούς λόγους καθώς επιτρέπει την αναλυτική συζήτηση διαφόρων αναζητήσεων που εμφανίζονται κατά το σχεδιασμό σε σχέση με επιμέρους ζητούμενα.

Όλα τα θέματα εκκινούν με τη θεωρητική διερεύνηση μιας χωρικής έννοιας (spatial concept) η οποία δίνεται στους φοιτητές και χαρακτηρίζει κάθε σχεδιαστική πρόταση μέχρι το τέλος της (π.χ. η έννοια της ‘παρείσφρησης’). Πέρα από την κατανόηση της έννοιας, η θεωρητική διερεύνηση εξετάζει και την εμφάνιση της έννοιας σε άλλους επιστημονικούς τομείς, όπως η βιολογία, η χημεία, η φυσική, η μηχανική, κλπ. (π.χ. η έννοια της ‘παρείσφρησης’ θα μπορούσε να σχετίζεται με τους παρασιτικούς οργανισμούς που μελετά η βιολογία).

Ακολούθως η έννοια προσεγγίζεται με ένα αναλογικό πείραμα. Στόχος είναι η παρατήρηση μιας συμπεριφοράς στην οποία η παραπάνω έννοια παίζει κεντρικό ρόλο. Τις πιο πολλές φορές τα πειράματα εκκινούν από την καθημερινότητα αλλά την προσεγγίζουν με επιστημονικούς χειρισμούς. Υπάρχει επίσης μια διάθεση εκτροπής μιας καθιερωμένης και οικείας κατάστασης έτσι ώστε η εκδήλωση της προς μελέτη συμπεριφοράς να πλησιάζει σε απρόβλεπτα και ακραία στάδια (π.χ. τι θα συνέβαινε αν έβαζε κανείς σε φούρνο μικροκυμάτων ένα σαπούνι σε μια προσπάθεια παρατήρησης του φαινομένου της διόγκωσης).

Παρά τη χαλαρή και παιγνιώδη διάθεση που δημιουργεί η προφανής επιστημονικοφάνεια, η συμπεριφορά του φαινομένου στο πείραμα καταγράφεται συστηματικά και αναλυτικά με μεγάλη ακρίβεια και συνέπεια. Το πείραμα επαναλαμβάνεται αρκετές φορές ώστε να προκύψουν ικανοποιητικά στοιχεία και να μελετηθούν διαβαθμίσεις των παραμέτρων που επηρεάζουν τη συμπεριφορά ή το φαινόμενο που μελετάται.

Ακολούθως τα αποτελέσματα αυτής της καταγραφής συγκεντρώνονται σε ένα διάγραμμα που κατά το δυνατό συμπυκνώνει όλη την εμπειρία και τις παραμέτρους του πειράματος. Ωστόσο, ζητούμενο είναι το διάγραμμα αυτό να εστιάζει στα συστατικά του πειράματος και σε σχέσεις ανάμεσα σε παραμέτρους και αποτελέσματα, παρά στην υλικότητα του, και να διατυπώνεται με ένα λογικό, σχεδόν μαθηματικό, τρόπο. 

Καθώς κινείται σε ένα αφαιρετικό επίπεδο και έχει ήδη απομακρυνθεί από τις συνθήκες του πειράματος, το διάγραμμα αυτό μεταφέρεται στον υπολογιστή και αποτελεί το χάρτη πάνω στο οποίο καταστρώνεται ένα δυναμικό (=μη-στατικό) μοντέλο της μελετούμενης συμπεριφοράς. Έμφαση δίνεται πλέον στα δομικά ή λειτουργικά χαρακτηριστικά του συστήματος, καθώς και στις αλληλοσυσχετίσεις που εμφανίζουν σε διάφορα επίπεδα, ώστε να επιτευχθεί μια προσομοίωση της συμπεριφοράς με πολυπλοκότητα ενδεχομένως μεγαλύτερη από αυτή του πειράματος. Το μοντέλο αυτό εξετάζει με τρόπο διεξοδικό και λεπτομερή τις σχέσεις αιτίας, παραμέτρων και αποτελέσματος και τις πιθανές τους διαβαθμίσεις.

Ζητούμενο είναι το δυναμικό αυτό μοντέλο να μπορεί αν αναχθεί στον αρχιτεκτονικό χώρο και να αντιστοιχηθεί με μια σχετική συμπεριφορά ενός αρχιτεκτονήματος. Για παράδειγμα, ένα μοντέλο σχέσεων που αλλάζουν από την εφαρμογή δυνάμεων θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί στη στατική συμπεριφορά ενός κτιρίου, ένα μοντέλο διαφοροποίησης διείσδυσης θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί στο κέλυφος ενός κτιρίου, ένα μοντέλο μεταβολών όγκου στην κατανομή μεγέθους χώρων, ένα μοντέλο ταχύτητας ροών στην κυκλοφορία και την κίνηση πεζών σε ένα δημόσιο χώρο, και ούτω καθεξής.

Αυτό το μοντέλο αποτελεί τον οργανωτικό και νοητικό χάρτη πάνω στον οποίο αρθρώνεται σταδιακά στη συνέχεια η αρχιτεκτονική πρόταση. Η χρήση που έχει το μοντέλο αυτό στην αρχιτεκτονική πράξη είναι παρόμοια με τη χρήση που έχει ο κάνναβος σε παλαιότερες πρακτικές. Ο κάνναβος είναι ένα σχετικά αδρανές εργαλείο το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο πλήθος από αρχιτεκτονικές προτάσεις. Ωστόσο, παρά την ουδετερότητά του, εμπεριέχει μια συγκρότηση που παίρνει υπόψη τη στατικότητα του κτιρίου και υπονοεί ένα συγκεκριμένο τρόπο κατασκευής.  Έτσι και το δυναμικό μοντέλο μπορεί να αποτελέσει τη βάση πάνω στη οποία στηρίζεται η πρόταση. Η δομή όμως που εμπερικλείει δεν έρχεται από εξωτερικούς και αδιάφορους παράγοντες αλλά προκύπτει μέσα από την ίδια την πρόταση και την κατεύθυνση που ορίζει η αρχική χωρική ιδέα.

Στη συνέχεια το μοντέλο αυτό ενημερώνεται από τις συγκεκριμένες συνθήκες, τα δεδομένα και τα συμφραζόμενα ενός ρεαλιστικού αρχιτεκτονικού συμβάντος ή μιας υπόθεσης μέσα στο οποίο θα εφαρμοστεί η αρχιτεκτονική πρόταση (context). Τέτοια θα μπορούσε να είναι η γεωμετρία και οι αστικές συνθήκες μια πλατείας, το περίγραμμα και τα φυσικά στοιχεία ενός τοπίου, το σχήμα και ο όγκος ενός κελύφους, κλπ..

Σε κάθε περίπτωση τα αρχιτεκτονικά ζητούμενα προϋπάρχουν της πρότασης και με βάση αυτά επιλέγονται οι αρχικές χωρικές έννοιες που δίνονται στους φοιτητές. Όμως, ως ένα εκπαιδευτικό πείραμα αυτή τη φορά, τα ζητούμενα παρουσιάζονται μόνο σε αυτό το ώριμο σχετικά στάδιο ώστε να μην επηρεαστούν οι αρχικές τους παρατηρήσεις αλλά κυρίως να μην εμπλακούν στη διαδικασία προκαταλήψεις και κοινότυπα που έχουν δημιουργηθεί από την προηγούμενη τους εμπειρία.

Οι παράμετροι που επηρεάζουν τα αρχιτεκτονικά ζητούμενα τίθενται σε άμεση αντιστοίχηση με τις παραμέτρους του δυναμικού μοντέλου. Έτσι ο έλεγχος της συμπεριφοράς του συστήματος στο μοντέλο μπορεί να εφαρμοστεί εξίσου αποτελεσματικά στις πραγματικές συνθήκες του αρχιτεκτονικού ζητήματος μέσω της προσομοίωσης.

Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι είναι πιθανό να έφτανε κανείς στο ίδιο αποτέλεσμα ακολουθώντας και μια αντίστροφη πορεία όπου το αρχικό πεδίο εξερεύνησης θα ήταν ο πραγματικός αρχιτεκτονικός χώρος. Με διαδοχικές αφαιρέσεις πάνω στην υφιστάμενη πληροφορία, θα μπορούσε να καταστρωθεί ένα πλαίσιο οργάνωσης στο οποίο θα μπορούσαν να αρθρωθούν οι λειτουργίες, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά, η υλικότητα, κλπ.. Στο μάθημα η κίνηση από το μοντέλο στο χώρο γίνεται για εκπαιδευτικούς λόγους. Ωστόσο, και κατά την άμεση ενασχόληση με τον πραγματικό χώρο, η μεγάλη πολυπλοκότητα που εμφανίζει η υφιστάμενη πληροφορία είναι πιθανό να δημιουργήσει όχληση στην αποσαφήνιση των συνθηκών ή να οδηγήσει σε στερεοτυπικές λύσης οργάνωσης.

Επιστρέφοντας στην περιγραφή του εκπαιδευτικού εγχειρήματος XXL, ακολούθως οι φοιτητές αρχίζουν να εμπλουτίζουν συνεχώς και περισσότερο το δυναμικό μοντέλο με πληροφορία από το πραγματικό περιβάλλον (στοιχεία περιοχής, περιορισμοί από υφιστάμενες εγκαταστάσεις, κινήσεις, κλπ.), από προγραμματικά ζητούμενα (λειτουργίες, χρήσεις, ανάγκες, κλπ.), από κτιριοδομικά δεδομένα (προσανατολισμός, ενεργειακές απαιτήσεις, κατασκευαστικές προδιαγραφές, κλπ.), και μορφολογικές αναζητήσεις (αναλογίες, υλικά και συνδυασμοί μεταξύ τους, γεωμετρικές διευθετήσεις, κλπ.). Αν και δεν είναι φανερό σε όλες τις προτάσεις, ζητούμενο είναι το τελικό αποτέλεσμα να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος αυτών των αναζητήσεων επιχειρώντας να διερευνήσει τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της προσέγγισης. Προτείνονται δομικά συστήματα οργάνωσης τα οποία είναι καινοτόμα και πρωτοποριακά. Συγχρόνως, διατηρούν ένα υψηλό βαθμό λειτουργικότητας και εμπεριέχουν μεγάλες δυνατότητες παραμετροποίησης και προσαρμογής. Τα αποτελέσματα αυτών των αναζητήσεων παρουσιάζονται στα παραδείγματα που ακολουθούν.

Τα τελευταία χρόνια οι περιοχές αρχιτεκτονικών χώρων που διερευνήθηκαν κινήθηκαν προς τις κατευθύνσεις α. αστικών τοποθεσιών που χαρακτηρίζονται από αυξημένη κίνηση πεζών και οχημάτων, π.χ. μια πλατεία στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ή το πανεπιστημιακό campus, β. μεταβατικών χώρων με χαρακτηριστικά ‘κατωφλιού’ (απότομης αλλαγής από ανοικτές αστικές εκτάσεις σε κλειστούς χώρους περιορισμένου μεγέθους και ελεγχόμενης κίνησης), π.χ. ένας σταθμός μετρό στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, και γ. τόπων που εμφανίζουν έκδηλες σχέσεις εμπεριέχοντος (container) και περιεχομένου (content), π.χ. η εγκατάσταση πολιτιστικών δραστηριοτήτων σε εγκαταλειμμένο λατομείο.